τέρχνεα

τέρχνεα
τέρχνος
twig
neut nom/voc/acc pl (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τέρχνος — και τρέχνος, εος, τὸ, Α 1. νεαρός βλαστός, βλαστάρι 2. στον πληθ. τέρχνεα (κατά τον Ησύχ.) «ἐντάφια». [ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε νος (πρβλ. ἔρ νος, κτῆ νος), άγνωστης ετυμολ. Η σημ. που αποδόθηκε στη λ. από τον Ησύχιο «τέρχνεα ἐντάφια» συνδέεται με… …   Dictionary of Greek

  • τέρχνια — και τέρχνιjα και τρέχνιjα, τὰ, Α [τέρχνος] νεαρά φυτά, τέρχνεα* …   Dictionary of Greek

  • τερίμη — Α (κατά τον Ησύχ.) «τάφρος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με τον τ. τέρχνεα*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”